Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Πρόσκαιρο ενδιαφέρον

To ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων για τα γνωστά τους πρόσωπα  μοιάζει με τον φευγαλέο οίκτο που νιώθει ο κόσμος για κάποιον τυφλό μέσα σε ένα λεωφορείο που διασχίζει έναν κεντρικό δρόμο μιας μεγαλούπολης. 
Σκέφτονται για λίγα δευτερόλεπτα την δύσκολη ζωή του,του παραχωρούν την θέση τους και είναι έτοιμοι να τον βοηθήσουν για ότι χρειαστεί.Μα όταν κατέβουν στην επόμενη στάση του πολυσύχναστου δρόμου χάνονται μέσα στην βοή της πόλης χωρίς ίσως να τον ξανασυναντήσουν ποτέ.

Κ.Igano

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Η αποθέωση της επιφάνειας


Ζούμε σε μια κοινωνία που αρέσκεται στο να δημιουργεί γρήγορους συλλογισμούς και να περιορίζει τον έπαινο της  στις επιφανειακά επιτυχημένες  φόρμουλες ζωής οι οποίες στο εσωτερικό τους ενίοτε κρύβουν μια απέραντη δυσωδία.

Μπράβο στην Π. που αγόρασε αυτοκίνητο! Ενώ η Π. εγκαταλείπει κάθε ημέρα το αυτοκίνητο της πάνω στα πεζοδρόμια κάνοντας ανυπόφορη την ζωή των αναπήρων και των γονέων με τα καροτσάκια και βάζοντας υποψηφιότητα για την ευθύνη ενός μελλοντικού ατυχήματος.
 Μπράβο στον Γ. που παντρεύτηκε και έκανε παιδιά! Ενώ οι φωνές του Γ. και της γυναίκας του ακούγονται κάθε ημέρα σε όλα τα γύρω οικοδομικά τετράγωνα χτίζοντας το μέλλον των παιδιών τους γεμάτο πληγές και δίνοντας τους τροφή για να μεγαλώσουν σαν δύο υποψήφια περιθωριακά άτομα.
Μπράβο στον Μ. που πήρε προαγωγή! Ενω ο Μ. έχει κάνει χαλί ξεφτισμένο την αξιοπρέπεια των εργαζόμενων που ελέγχει καθημερινά και πήρε την προαγωγή χρησιμοποιώντας υποχθόνια μέσα.
Μπράβο στον Κ. που έκανε σχέση ενώ ο Κ. πέταξε στα σκουπίδια όλους τους φίλους του για αυτή την σχέση.

Και η ηλικιωμένη γυναίκα που ζει μόνη της τόσα χρόνια χωρίς τα απαραίτητα για μια αξιοπρεπή διαβίωση και χωρίς να τα παρατήσει αργοπεθαίνει πατημένη από την αδιαφορία του κόσμου και διψασμένη για έναν δροσιστικό έπαινο.
Η  μητέρα που μεγαλώνει αβοήθητη το παιδί της, παραμελημένη και χωρίς ίχνος επιδοκιμασίας.
Ο άνεργος νέος που ζει πενιχρά γιατί δεν δέχεται να προδώσει τις αρχές και τις αξίες ζει με ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα στραμμένο επάνω του.

Αυτή είναι η κοινωνία μας. Μαθημένη να επιδοκιμάζει και να θαυμάζει το βαμμένο με χρυσή μπογιά σάπιο μέταλλο και να αδιαφορεί για τα διαμάντια που κρύβονται θαμμένα λίγα εκατοστά κάτω από το έδαφος δίπλα της .

Κ.Igano





Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Μια άγνωστη ιστορία.


 Κλεισμένος  σε ψυχιατρική κλινική στα 26 του χρόνια. Ποιος να το φανταζόταν; Ήταν λίγο ιδιόρρυθμος από παλιά αλλά δεν περίμενες κιόλας ότι θα φτάσει σε αυτό το κατάντημα. Θυμάμαι τα μηνύματα του στις 3 τα ξημερώματα για να βγούμε έξω, η που χτύπησε μια φορά το κουδούνι μου στις 6 το πρωί σουρωμένος λόγω μιας καψούρας που είχε με μια.

 Δεν ήταν συνέχεια όμως έτσι. Όταν έπρεπε να στρωθεί για μελέτη δεν έβγαινε έξω για μέρες. Κατάφερε και αποφοίτησε από τα ΤΕΙ της Κοζάνης γρήγορα και με καλό βαθμό. Ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στο Αριστοτέλειο όπου μπόρεσε και μπήκε παρά το υποδεέστερο για τα δεδομένα της κατάστασης πτυχίο. Οι νέες απαιτήσεις όμως που προέκυψαν σε σχέση με τις γνώσεις που είχε θεόρατες. Τόσο μεγάλες που λες και προσπαθούσε να βγάλει το κεφάλι του από την θάλασσα μέσα σε πανύψηλα ορμητικά κύματα για να αναπνεύσει.
        
Το κινητό του συνέχεια κλειστό εκείνη την περίοδο. Πήρα κάποια στιγμή τηλέφωνο στο σπίτι  μήπως και τον βρω. Το σήκωσε ο πατέρας του. Μου είπε την φάση για την κλινική και πως τώρα προσπαθούσε να επανέλθει. Τον φώναξε να μου μιλήσει αλλά δεν ήρθε. Αγοραφοβία η διάγνωση.
Κλεισμένος για μήνες μέσα έχοντας ξεκόψει από όλους. Πήγαινε μονάχα και καθόταν στο παντοπωλείο που είχαν κοντά στο σπίτι και τα καλοκαίρια στο εξοχικό τους στην Επανομή  για να αλλάζει λίγο εικόνες. Ίσως ντρεπόταν κιόλας να συναντήσει τους φίλους του λόγω της επίγνωσης για την κατάσταση του. Είχε αρκετά μεγάλο βάρος, μαύρα μαλλιά και μάτια και επιβλητικό πρόσωπο. Άτομο που θα μπορούσε να σε τρομάξει για τα καλά αν αγρίευε. Φοβόταν όμως να αντικρίσει τον κόσμο τώρα. Πέρασαν έτσι οι μήνες χωρίς κανένα νέο του.

Μετά από δυόμιση χρόνια μια βροχερή φθινοπωρινή βραδιά του Σαββάτου  ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου στο σπίτι μου. «Έλα ρε τι γίνεται;»είπε μια άγνωστη φωνή στο ακουστικό. «Ποιος είναι;» ξεστόμισα απορημένος. Είχα ξεχάσει την φωνή του ύστερα από τόσο μεγάλο διάστημα. Βρεθήκαμε και τα είπαμε. Έμοιαζε με ανδρείκελο της παλιάς του προσωπικότητας. Το βλέμμα του τρομαγμένο σαν μικρού παιδιού που πάει πρώτη μέρα στο σχολείο. Άρχισε να βγαίνει έξω από το σπίτι και πάλι δειλά δειλά. Παρουσίαζε βελτίωση. Γράφτηκε σε γυμναστήριο, το βράδυ κάποιες φορές πήγαινε για κανένα ποτό και πάνω που νόμιζες ότι ξαναβρήκε τον παλιό του εαυτό  χάθηκε πάλι. Ξανά αμπαρωμένος στο σπίτι και τα ψυχοφάρμακα να καταπίνονται ανελέητα.

 Μετά από μερικά χρόνια προσπάθειας κατάφερε επιτέλους να φτάσει να θυμίζει αρκετά τον παλιό μου φίλο . Άρχισε να δουλεύει από εδώ και από εκεί και να ξεπορτίζει πάλι τις νύχτες. Συνέχιζε εν μέρει τα φάρμακα αλλά έμοιαζε ότι έμπαινε στον σωστό δρόμο.

 Η κοινωνία όμως δεν δείχνει περισσή  εύνοια σε κάποιον που θέλει να κάνει το come back στην ενεργή ζωή .Στις δουλειές τον εκμεταλλεύονταν και τον εξαπατούσαν. Οι παλιοί του φίλοι τον είχαν παρατήσει οι περισσότεροι. Παντρεμένοι και με τις ασχολίες τους. Δεν ενδιαφέρονταν να βοηθήσουν. Παλιότερα ήμασταν όλοι μαζί στα ταβερνάκια και πίναμε παρέα μέχρι τα ξημερώματα, παίζοντας μπουζούκι και τραγουδώντας. Τώρα όμως ήταν άφαντοι…

Οι πιθανότητες για μια αξιοπρεπή εργασία, σενάριο βγαλμένο από άλλη εποχή. Ποιος θα  προσλάμβανε στην επιχείρηση του σε μια σοβαρή θέση, τον καιρό της κρίσης και της ανεργίας,  ένα άτομο που είχε εμφανές πρόβλημα ορισμένες φορές;

Ήθελε να κυνηγήσει το όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον μέσω σπουδών. Χρήματα για πανεπιστήμια στο εξωτερικό δεν υπήρχαν, οπότε το μεταπτυχιακό του Αριστοτέλειου για άλλη μια φορά ήταν το τελευταίο του χαρτί. Διάβαζε ολόκληρο τον χρόνο αλλά τελικά δεν πήγε να δώσει καν εξετάσεις γιατί είχε μπερδέψει τις ημέρες. «Θα δώσω την επόμενη χρονιά πάλι» μου είπε κοιτώντας με ένα απλανές βλέμμα και τραβώντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του που κρατούσε σφιχτά. Ακόμη μια παράταση στο όνειρο του .

Πέρασε ένας χρόνος συνεχίζοντας τον αγώνα με το πρόβλημα του και διαβάζοντας, μέχρι που η ευκαιρία για το μεταπτυχιακό ήταν και πάλι μπροστά. Οι εξετάσεις θα ήταν απόγευμα. Αυτό τον φόβιζε γιατί  εκείνες  τις ώρες τον έπιαναν συνήθως οι κρίσεις άγχους. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα άφηνε όλα και έφευγε με γρήγορο βήμα για το σπίτι. Ήταν ένα καταφύγιο για αυτόν, από τον κόσμο που ένιωθε ότι τον έπνιγε σαν τροπικό φίδι. Περνούσαμε έξω από τα πανεπιστήμια για μέρες περπατώντας και μετά καθόμασταν  στις καφετερίες που ήταν εκεί κοντά για να εγκλιματιστεί όσον  αφορά τις ώρες και τον τόπο. «Και αν με πιάσει κρίση την ώρα που θα γράφω;» με ρώτησε με ύφος χαμένου ταξιδιώτη την ώρα που καθόμασταν στο μπαλκόνι μια καφετερίας στην Αγγελάκη και ατενίζαμε τον δρόμο. «Πάνε δώσε» του απάντησα. «Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί από το να μην δώσεις καθόλου;».Του άρεσε αυτό που είπα και χαμογέλασε μουδιασμένα λέγοντας μου «μπράβο καλή σκέψη». Τον πήρα τηλέφωνο λίγη ώρα πριν τις εξετάσεις για να τον ενθαρρύνω. «Καλή επιτυχία φίλε. Σκίστους όλους»αναφώνησα. Γέλασε και με ευχαρίστησε. 

Θα πετύχει άραγε, αναρωτιόμουν. Αν όχι πως θα αντιδράσει; Θα βυθιστεί σε ένα απέραντο σκοτεινό πάτο χωρίς να ξαναβγεί έξω ποτέ στην επιφάνεια; Προσπάθησα να επικοινωνήσω ξανά και ξανά μαζί του. Το κινητό κλειστό και πάλι. Οι μέρες του Οκτώβρη κυλούσαν. Τηλεφώνησα κάποια στιγμή στο σπίτι. Μου μίλησε ο πατέρας του.«Μας άφησε ο K.» μου είπε. «Μα τι έγινε;» είπα τρομαγμένος. « Πέθανε από καρδιά» απάντησε.«Πέρνα αν θέλεις καμιά φορά από εδώ να τα πούμε λίγο» είπε με ένα στεναχωρημένο τόνο.

Δεν έβρισκα το κουράγιο να πάω από εκεί για εβδομάδες. Τελικά ένα βράδυ βρέθηκα στο σπίτι του. Ένα διαμέρισμα σε μια γειτονιά των δυτικών συνοικιών. Άνοιξε η πόρτα  και με υποδέχθηκαν με ένα ύφος περισσής φιλοξενίας στα πρόσωπα τους. «Είχε μεγαλοκαρδία και  τα φάρμακα που έπαιρνε για την θεραπεία έκαναν ώστε να μην δοθεί κάποιο προειδοποιητικό σημάδι τις τελευταίες ημέρες»ξεστόμισε ο πατέρας του με το πρόσωπο του ανέκφραστο και την φωνή του βαριά και αργή. Πιθανόν να έπαιξαν και κάποιον παράγοντα τα τσιγάρα που κάπνιζε μονοκοπανιά το ένα πίσω από το άλλο ενίοτε αλλά ίσως να συντέλεσε και η στεναχώρια, για το όνειρο που χάθηκε, σκέφτηκα. Ποιος ξέρει; Οι φίλοι του για άλλη μια φορά απόντες.  Δεν πέρασαν καθόλου να τους δουν για λίγο είπε ο πατέρας του. Η μητέρα  του, τους δικαιολόγησε με μια άφεση αμαρτιών στην φωνή της χωρίς καθόλου κακία λέγοντας πως «έχουν και αυτοί τα δικά τους».

Όντως  έχουν τα δικά τους και συνεχίζουν τις ζωές τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα, όπως τις συνέχιζαν και τα τελευταία οκτώ χρόνια που είχε αρχίσει το κατρακύλισμα του πρώην κολλητού τους. Ο  Κ. ήταν απλά ένα αντικείμενο προσωρινό για αυτούς που χρησιμοποιήθηκε για το διάστημα που θέλανε. Τα τελευταία χρόνια αυτό το αντικείμενο δεν εξυπηρετούσε στους μετέπειτα σκοπούς τους και έτσι δεν είχε καμία αξία η χρήση του. Κάτι σαν τις παλιές τηλεοράσεις που τις βλέπεις στα σκουπίδια παρατημένες δίπλα από χαρτόκουτα νέων τηλεοράσεων lcd. Θα τους θαυμάζουν  πολλοί σίγουρα για το ότι πέτυχαν στην ζωή τους. Ο φίλος τους που έφυγε θα είναι απλά ένα μικρό μέρος των θολών τους αναμνήσεων από τα ξενύχτια στα κουτούκια που κάνανε πριν χρόνια και θα διηγούνται σε παρέες η στις γυναίκες τους κάποια χειμωνιάτικα βράδια με την συνοδεία κρασιού. Οι εμπειρίες αυτές θα λέγονται για να δείξουν στους άλλους ότι ζήσανε και αυτοί μια ρέμπελη περίοδο πριν νοικοκυρευτούν και ότι χόρτασαν πλέον από αυτά. Οι άλλοι θα τους ακούνε με προσοχή και αυτοί θα νιώθουν περηφάνια.


Μπήκα στην ιστοσελίδα του μεταπτυχιακού που απέτυχε να τον πάρουν και δεν υπήρχε καν το όνομα του. Το θεώρησαν περιττό να καταγράψουν τα ονόματα των αποτυχόντων. Είναι ίσως μόνο ένας αριθμός στις ετήσιες καταγραφές θανάτων. Ένας άγνωστος  θα ασχοληθεί για λίγο μόνο και θα γράψει ένα μικρό κείμενο για αυτόν για να γίνει φανερή μια ιστορία από τις χιλιάδες που διαδραματίζονται με τους αφανείς αγωνιστές που σβήνουν καθημερινά σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να το πάρει είδηση κανένας.


Κ.Igano
*H ιστορία είναι πραγματική





Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Ξεκίνα την εξερεύνηση του κόσμου από δίπλα σου.

Μια παρέα κάθεται δίπλα  στην φίλη τους που παίζει κιθάρα αγνοώντας την και αυτή αργότερα συγκεντρώνει δεκάδες χιλιάδες βλέμματα στο διαδίκτυο  από μια μαγνητοσκόπηση εκείνης της στιγμής.
Ένα ζευγάρι ξεκινάει να ανακαλύψει την άλλη άκρη του ατλαντικού προσπερνώντας με βιασύνη τα στενά της παλιάς πόλης που δεν έχει δει ποτέ και περιεργάζονται εκείνη την ώρα κάτι τουρίστες.
Ένας νεαρός άντρας πριν από 2.000 χιλιάδες χρόνια  θα επηρεάσει με τα λόγια του όσο κανένας άλλος την παγκόσμια ιστορία αλλά την ίδια στιγμή πολλοί που τον ξέρουνε από παλιά νομίζουν ότι τρελάθηκε.

Ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό…

Οι πιο συναρπαστικοί άνθρωποι, τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα μπορεί να είναι δίπλα σου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις πραγματική διάθεση για ανακάλυψη…

Κ.Igano





ΑΦΑΝΕΙΣ ΗΡΩΕΣ

                                        

                    Τους προσπερνάς βιαστικά στον δρόμο η αγνοείς την ύπαρξη τους γιατί είναι για χρόνια κριμένοι πίσω από τοίχους. Θα άξιζαν να γραφτούν τα καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία για αυτούς αλλά τις περισσότερες φορές σβήνουν από αυτόν τον κόσμο χωρίς να δώσει κανείς σημασία. Αφανείς ήρωες της καθημερινότητας.  

Που ζεσταίνονται με αυτοσχέδιες εστίες θέρμανσης, σε άθλια παλιά διαμερίσματα, παίζοντας κάθε μέρα την ζωή τους κορόνα γράμματα.
Που ονειρεύονται τα βράδια ξυπνητοί μέσα στις σκιές με το φως των κεριών που παίρνουν από τις εκκλησίες.
Που περιφέρονται τα πρωινά  μέσα στο σπίτι σέρνοντας τις τρύπιες τους παντόφλες και βρέχοντας με τα δάκρυα τους το χαρτί από τις αγγελίες των εφημερίδων.
Που κλείνουν τα βλέφαρα το βράδυ πάνω σε παγκάκια, έχοντας σαν τελευταία εικόνα τα μάτια των περαστικών που τους κοιτάνε βιαστικά για να νιώσουν αυτάρκεια .
Που περιμένουν την στιγμή που θα έρθει κάποιος και θα τους κάνει  να νιώσουν ότι υπάρχουν.
Που ταξιδεύουν μέσα από γραμμένες λέξεις μην βρίσκοντας άλλο τρόπο διαφυγής.
Που κάθονται για ώρες πάνω από το τηλέφωνο περιμένοντας.
Που γυρνάνε άφραγκοι στους δρόμους της πόλης αναζητώντας το  απροσδόκητο.
Που ζούνε πενιχρά γιατί δεν δέχτηκαν να καταπατήσουν τις αρχές και τις αξίες τους.
Που καταπατάνε τον εγωισμό τους, στα πλαίσια της μη διαφημιζόμενης αλληλεγγύης. 
Που αγωνίζονται  χωρίς να έχουν ίση αντιμετώπιση.
Που έχουν ασθένειες που τους κάνουν ενίοτε να εκλιπαρούν  για έναν θάνατο που δεν έρχεται.
Αυτοί και τόσοι άλλοι συνεχίζουν καθημερινά τον ηρωικό αγώνα τους.

Βιβλία όλοι τους διαθέσιμα να τα διαβάσεις, χωμένα και σκονισμένα στα ράφια κάποιας παλιάς βιβλιοθήκης, χωρίς να έχουν προβληθεί ποτέ σε κάποια φαντασμαγορική εκδήλωση.

K.Igano


Καταναγκαστική έξοδος

                              

20.06.2013.Ώρα οκτώ το πρωί. Μια νεαρή μητέρα κάθεται με την κόρη της, στις μεταλλικές καρέκλες του αεροδρομίου Μακεδονία, περιμένοντας την πτήση τους για Γερμανία. Οι προσπάθειες της μητέρας τους τελευταίους μήνες για επιβίωση, πάμπολλες και άκαρπες. Ο τόπος αυτός αποδείχτηκε αφιλόξενος για την αξιοπρέπεια τους. Η επιλογή της φυγής προβάλλεται σαν καταναγκαστικός μονόδρομος, όπως και τόσων άλλων που φεύγουν καθημερινά ντυμένοι με τον μανδύα της εθελοντικής απόφασης.

Σε λίγο θα αφήσουν φίλους και αναμνήσεις για ένα άγνωστο μέλλον. Άγνωστο και το αν θα υπάρξει κάποια στιγμή επιστροφή. Όλη η περιουσία που κατάφεραν να πάρουν μαζί τους, στοιβαγμένη μέσα σε δύο βαλίτσες. Η  μητέρα είναι γύρω στα τριάντα και η κόρη της δέκα. Η  μητέρα έχει μαύρα ίσια μαλλιά που φτάνουν μέχρι τους ώμους  και  πράσινα μάτια γεμάτα με δίψα για ζωή. Στις παλάμες της τρίβει αμήχανα τα δύο εισιτήρια. Το βλέμμα της  κοιτάζει το άπειρο. Μια παρανοϊκή σκέψη εισβάλει μέσα στο μυαλό της. Να σηκωθεί πάνω όρθια, να σκίσει με μια αποφασιστική κίνηση τα δύο εισιτήρια και να πει στην κόρη της πως το ταξίδι ακυρώνεται. «Μετά όμως τι θα επακολουθήσει;» συλλογίζεται. Ποιο το μέλλον τους εδώ πέρα; Η πλειοψηφία  των κατοίκων αυτής της πόλης επιβιώνει χάρη στους καρπούς των προηγούμενων δεκαετιών και στην βοήθεια της οικογένειας. Καμία από τις δύο αυτές βοήθειες όμως δεν είναι για αυτές διαθέσιμη τώρα. Συγκρατιέται για να μην κυλήσουν δάκρυα από τα μάτια της.Αν ήταν μόνη  δεν θα νοιαζόταν καθόλου για τα δάκρυα αλλά πρέπει να δείξει δυνατή και ψύχραιμη για να μην διαταράξει τον παιδικό κόσμο της κόρης της που βρίσκεται δίπλα.

Οι φίλοι κοντά  τους, μέχρι την τελευταία στιγμή. Συμπαραστέκονται, δίνουν κουράγιο, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να τις κρατήσουν εδώ.

Ήρθε η ώρα να περάσουν την πύλη ελέγχου. Ακούγεται η φωνή της μητέρας. «Μαρία σήκω». Στέκονται όρθιες. Κάθε δευτερόλεπτο περνάει βασανιστικά. Οι φίλοι  τις αποχαιρετούν.«Να μας στέλνετε κανένα mail να μαθαίνουμε τα νέα σας» ξεστομίζει κάποιος.

Τις παρατηρούν καθώς απομακρύνονται και οι φιγούρες τους γίνονται όλο και μικρότερες. Περιμένεις ότι κάποιος από αυτούς θέλοντας να σταματήσει όλο αυτό το παράλογο σκηνικό, την τελευταία στιγμή θα ξεκλειδώσει την πιο δυνατή φωνή του ουρλιάζοντας « Σταματήστε! Μη φεύγετε που να πάρει η οργή! Μη φεύγετε !Βρήκα μια λύση». Συνεχίζουν όμως να κοιτάνε ανήμποροι. Η παρέα μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει. Την ώρα που είναι στον περιφερειακό αναγνωρίζουν στον ουρανό το αεροπλάνο τους που ίπταται. Χτυπάει το τηλέφωνο κάποιου. «Που είσαι ρε φίλε θα πάμε για κανένα καφέ το μεσημέρι;» ακούγεται από το ακουστικό. «Ναι, ναι, μέσα» απαντάει αυτός. Θα συνεχίσουν την καθημερινότητα τους στους γνωστούς ρυθμούς. Ανήκουν στην κατηγορία των όντων που μπορούν να μείνουν ακόμη σε αυτό το κομμάτι του πλανήτη.


20.8.2013.Ανατράπηκαν τα πάντα! Η μητέρα με την κόρη της είναι στο ίδιο αεροδρόμιο μετά από δύο μήνες. Ο μουντός βοράς τις πίεζε σαν άγριο θηρίο που καταπλάκωνε το σώμα τους. Δεν το άντεξαν. Μυρίζει ακόμη καλοκαίρι και είναι και πάλι εδώ για να παλέψουν και με τον τελευταίο μυ του σώματος για την παραμονή τους. Θα ρισκάρουν τα πάντα και όπου της βγάλει…   




*Πολλά γεγονότα της ιστορίας είναι πραγματικά.Tο όνομα έχει αλλαχθεί.


 K. Igano 

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

ΦΘΙΝΩΠΟΡΙΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

                             


Μόνος καταμεσής του δρόμου ξημερώματα Τετάρτης. Το βήμα νωχελικό και το μυαλό να ταξιδεύει σε προβλήματα. Ξάφνου κάνει την εμφάνιση της η αναμενόμενη νεροποντή.Η δύναμη της αυξάνεται με ιλιγγιώδη ρυθμό κάθε δευτερόλεπτο που περνάει.Νιώθω μετά από καιρό πως είναι να τρέχεις στην προσπάθεια μου για να φτάσω στο πολυπόθητο καταφύγιο του σπιτιού. Οι δρόμοι άδειοι σαν να δόθηκε εντολή να εκκενωθούν την συγκεκριμένη ώρα. Το νερό μαστιγώνει το κορμί ανελέητα. Το μυαλό πλέον απαλλαγμένο από τα πάντα. Το μόνο που υπάρχει αυτή την στιγμή στον κόσμο είναι η βροχή και εγώ. H διαδρομή φαντάζει ατέλειωτη. Μπαίνω στο σπίτι ανακουφισμένος και αλλάζω τα βρεγμένα ρούχα. Τέτοιες ώρες εκτιμάς πολύ το ότι έχεις ένα δικό σου μέρος να κρυφτείς. Νιώθεις ότι τελικά χρειάζονται πολύ λίγα πράγματα για να είσαι ικανοποιημένος από την ζωή.Κάθομαι ακίνητος δίπλα στο ανοικτό παράθυρο με τα φώτα κλειστά. Αναδύεται η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και σε συνδυασμό με την τεράστια ποσότητα νερού που πέφτει πάνω στην γκρίζα πόλη δημιουργείται ένα θεσπέσιο θέαμα.Τα μπαλκόνια και τα παράθυρα των απέναντι οικοδομών έρημα. Η πιο όμορφη στιγμή που σηματοδοτεί την έλευση μιας νέας εποχής και όλοι είναι απόντες. Σαν να παίζεται η καλύτερη παράσταση του κόσμου μόνο για εμένα. Ανοίγω το ραδιόφωνο και η βραχνή φωνή του εκφωνητή καθώς και οι ακροατές που παίρνουν τηλέφωνο από κάθε γωνιά του πλανήτη με ταξιδεύουν. Μια απίστευτη ενέργεια διαπερνάει το σώμα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Η  πιο όμορφη στιγμή του Σεπτέμβρη είναι εδώ.

K.Igano

Καλοκαίρι σε μια γωνιά στην Σαλονίκη.

                      
                    
                                          

Το καλοκαίρι μέσα στις πυκνοκατοικημένες γειτονιές της πόλης επικρατεί μια μυστηριώδες χαοτική ατμόσφαιρα. Τα παράθυρα από όλα τα διαμερίσματα ανοίγουν και οι φωνές όλων των ανθρώπων γίνονται ένα. Μόνο που δεν μπορείς να προσδιορίσεις πάντα από πού προέρχεται η κάθε μία καθώς και την σημασία της. Αναστεναγμοί από γέρους, συζητήσεις μεσηλίκων γυναικών από τα απέναντι μπαλκόνια, κλάματα από μωρά, γαυγίσματα, ήχοι ακατονόμαστων πράξεων, ξερόβηχας από καπνιστές, έντονοι διαπληκτισμοί σε οικογένειες, τηλεοράσεις στο τέρμα Όλα γίνονται ένα. Και για μια στιγμή συλλογίζεσαι λίγο διαφορετικά .Για κάτσε ρε συ. Πως είναι δυνατόν να μας έχουν πείσει τόσους πολλούς ανθρώπους να ζούμε στοιβαγμένοι σε αυτό το άθλιο μέρος; Μήπως είναι κάποιο πείραμα η όλη φάση σαν τα reality shows  όπου μας παρακολουθούν και στο τέλος θα αναδείξουν τον νικητή; Μήπως θα διαδραματιστεί κάποια σκηνή όπως στην ταινία The game όπου θα βγει κάποιος να φωνάξει «έκπληξη!» και μετά θα πει «μην ανησυχείτε  ήταν ένα αστείο όλα, από τώρα και στο εξής μπορείτε να ζήσετε κανονικά»;.

Και μετά από αυτήν την εξωπραγματική σκέψη συνεχίζεις και παρατηρείς με τον ιδρώτα να κυλάει στο κορμί σου. Βλέπεις  τον κόσμο που κρυβόταν όλο  τον χρόνο πίσω από τα τούβλα και τα μπετά, να κάθεται το βράδυ και να καπνίζει τσιγάρα με μελαγχολικό ύφος έχοντας ακουμπισμένους τους αγκώνες στα κάγκελα, κοιτώντας την μαύρη πίσσα του δρόμου που βγάζει την θερμότητα που μάζευε όλη την ημέρα από τον ήλιο και ενίοτε να κρυφοκοιτάζει τις ζωές των άλλων προσπαθώντας να αρπάξει στιγμές από αυτές. Ξαφνικά  θυμάσαι τα περασμένα καλοκαίρια και βγαίνει από μέσα σου ένας βαθύς αναστεναγμός. Συνειδητοποιείς ότι πέρασε ένας χρόνος από την τελευταία φορά που έζησες το ίδιο σκηνικό. Που θα πάει θα το συνηθίσεις πάλι…

         K.Igano

15 Αυγούστου. Γράμμα από την πόλη.





Οι εναπομείναντες που βαδίζουν τα βράδια στην πόλη, θυμίζουν σκηνή από ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπου μια μεγάλη καταστροφή βρήκε τον πλανήτη και σκότωσε σχεδόν τους πάντες και μετά από λίγες ώρες ξεμυτίζουν διστακτικά και με αργό φοβισμένο βήμα οι λίγοι επιζώντες για να βολτάρουν στην νέα πραγματικότητα.

Μια αποπνικτική σιωπή σκεπάζει τα πάντα. Πότε πότε σπάει η σιωπή αλλά ποτέ για γέλια και χαρούμενες κραυγές. Οι μόνες φωνές προέρχονται από βρισίδια και τσακωμούς.
Οι άνθρωποι μαθημένοι σε διαφορετικές συνθήκες εδώ και χρόνια δοκιμάζουν τώρα τα όρια του χειρότερου τους εαυτού. Λιγοστές παρέες σε παγκάκια και καφέ με το χαμόγελο να απουσιάζει.
Το μόνο που βλέπεις στα πρόσωπα είναι ένα ύφος ¨μα πως ξέμεινα εδώ πέρα, τέτοια μέρα;¨
Οι ληστές σπιτιών αντιμετωπίζουν και αυτοί μια νέα πραγματικότητα. Η κάποτε χρυσή μέρα για αυτούς σχεδόν έχει σβήσει καθώς οι οικοδομές δεν ερημώνουν εντελώς πια.

Στην δικιά μου οικοδομή οι μισοί ένοικοι είναι παρόν. Σήμερα δεν άκουσα καμιά φωνή από τα διπλανά διαμερίσματα και ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι το ανοιγόκλεισμα της πόρτας. Σαν να είναι μια ημέρα πένθους για αυτούς. Η παραμονή τους εδώ, ίσως ήταν ένα από τα τελειωτικά χτυπήματα σε μια ανεξέλεγκτη πορεία οικονομικής κατρακύλας.
Κάτι τέτοιες ημέρες γιορτινές θαρρείς πως φτιάχτηκαν για στεναχώρια. Αυτοί που είναι ακόμη στην πόλη μελαγχολούν που δεν είναι στην θέση αυτών που λείπουν  αλλά πολλές φορές και αυτοί που λείπουν κοιτάζουν άχαρα τα εκεί μέρη γιατί αυτό που ζούνε δεν ανταπεξέρχεται σε αυτό που περίμεναν τόσους μήνες.
 Συνεχίζουν και ζούνε όμως όσοι δεν βάζουν τέλος στην ζωή τους με δύο πράγματα που προφανώς προκύπτουν σαν ενστικτώδεις μηχανισμοί. Την απαξίωση και την ελπίδα. Απαξίωση για αυτό που χάνουν θεωρώντας το τετριμμένο και ανούσιο και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και ευτυχώς η ελπίδα για πολλούς είναι βάσιμη.

K.Igano


Νυχτερινή Αυγουστιάτικη μεταμεσονύχτια βόλτα στο κέντρο της πόλης







Κάθε βράδυ στην καρδιά της πόλης γύρω στα μεσάνυχτα  εξελίσσεται ένα θλιβερό θέαμα. Θλιβερό βέβαια για όσους έχουν ακόμη μέσα τους συμπόνοια για τα παθήματα των συνανθρώπων. Για τους υπόλοιπους μάλλον αδιάφορο.
 
Περπατάω στην Τσιμισκή μόνος και βλέπω έναν από τους πολλούς άστεγους που υπάρχουν τον τελευταίο καιρό να κάθεται σε ένα παγκάκι και να ετοιμάζεται για ύπνο. Μόνος του  απέναντι σε μια κοινωνία αδιάφορη που τον προσπερνάει διαρκώς. Δίπλα του να παρελάσει η ατέλειωτη πομπή των αυτοκινήτων. Έτοιμος να ξαπλώσει και να εισπνεύσει τις τεράστιες δόσεις καυσαερίου και τον ήχο  από χιλιάδες εξατμίσεις  να μπαίνει μέσα στα αυτιά του για νανούρισμα  .
 
Θα ήθελα να του μιλήσω και να μάθω για την ζωή του. Πως βρέθηκε στον δρόμο; Τον φαντάζομαι πριν πολλά χρόνια σαν νεογέννητο βρέφος με τους συγγενείς και τους φίλους της οικογένειας από πάνω του, να δίνουν ευχές για το μέλλον του. Τον φαντάζομαι λίγο μεγαλύτερο να του βάζει η μάνα του κολατσιό στην τσάντα και να τον στέλνει στο σχολείο σκεπτόμενη τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Ο πατέρας του το βράδυ να του δίνει συμβουλές για  να γίνει ένας σωστός άντρας αύριο μεθαύριο.Και τώρα εδώ. Μόνος και αβοήθητος σε χειρότερη μοίρα και από ένα ζώο. Αν ήταν σκύλος θα περνούσαν κάποιοι και θα τον χάιδευαν. Κάποιος ίσως να του έδινε κάτι να φάει και κάποιος άλλος ίσως να του γέμιζε κάθε μέρα έναν κουβά με νερό για να έχει να πίνει. Είχε την ατυχία όμως να είναι άνθρωπος…

Λίγο πιο πέρα κοιτάζω έναν  άλλο άστεγο σε ένα παγκάκι να κοιμάται και δίπλα του τρία σκυλιά να είναι όρθια σαν να είναι η προσωπική του φρουρά. Έμαθα πως του πρότειναν να πάει σε ένα κέντρο αστέγων  αλλά δεν δέχτηκε γιατί δεν τον άφησαν να πάρει τα σκυλιά μαζί του…
 
Λίγο πιο εκεί βλέπω ακόμη έναν άστεγο να έχει τοποθετήσει κάποιες κουβέρτες σε ένα παγκάκι και να κάθεται και να κοιτάζει με ένα σκεπτικό βλέμμα τον κόσμο που περνάει, καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Τι να συλλογίζεται άραγε αυτή την στιγμή; Μήπως ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον; Ότι θα έρθει κάποια ημέρα  που θα βρει κατάλυμα για το άστεγο σώμα του; Κάθομαι και το αντιπαραβάλω αυτό με την χθεσινή βραδιά που καθόμουν στο διαμέρισμα μου και είχα κατακλυστεί από γκρίζες σκέψεις για ένα απραγματοποίητο ταξίδι…Τι αχαριστία Θεέ μου.
Προχωράω πιο πέρα. Δύο κοπέλες βαδίζουν και λέει η μία στην άλλη. «Όχι εγώ είμαι 24 χρονών πια, δεν πάω να καθίσω στο πεζούλι, να πάμε αλλού»
 
Οι άνθρωποι που είδα πιο πριν στα παγκάκια πόσο χρονών να ήταν άραγε;

K.Igano

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Διπλή ανατροπή!

 




«Θέλω να φύγω. Νιώθω σαν τούβλο σφηνωμένο μέσα σε έναν τοίχο εδώ πέρα» μου ξεστόμισε μια μέρα. Το βλέμμα της μαρτυρούσε  ετοιμότητα για δράση, σαν ενός αρχαιολόγου που αναζητεί έναν χαμένο πολιτισμό. Η φωνή της όταν σου μιλούσε για αυτό, σαν πινέλο που ζωγράφιζε τα πιο όμορφα χρώματα στον αέρα. Γύρω στα 18 αλλά την έκανες και για μεγαλύτερη. Ένα ταξίδι λίγων ημέρων στην Αγγλία πριν 2 χρόνια ήταν η αιτία για να δημιουργηθεί το παράφορο αίσθημα για αυτό το μέρος.
 Έπρεπε να έχει μερικές δεκάρες στην άκρη για την αρχή της στην ξενιτιά. Οικονομική στήριξη όμως από κάποιον για αυτό δεν είχε. Δεν συνέτρεχε λόγος επιβίωσης άλλωστε, παρά μόνο μια επιθυμία που άγγιζε τα όρια της σχιζοφρένειας στην συντηρητική αντίληψη της εδώ κοινωνίας.

Οι μήνες περνούσαν και παράδες στο σακούλι δεν μπαίνανε. Πάνω που φαινότανε πως το όνειρο της άρχισε να ξεθωριάζει και να γίνεται σαν τα τόσα και τόσα ανεκπλήρωτα των κοριτσιών της ηλικίας της, συνέβη το απροσδόκητο! Είχε έναν λογαριασμό στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο τιμής ένεκεν. Ούτε 10 ευρώ δεν είχε μέσα. Κάθε Δεκέμβρη χαρίζανε χίλια ευρώ σε πέντε άτομα. Ήταν ένα από αυτά τα πέντε άτομα! Τα χρήματα αυτά επαρκούσαν για να δοκιμάσει την τύχη της για έναν μήνα στον νέο τόπο.

Έφυγε με το αεροπλάνο ένα κρύο μεσημέρι του Φλεβάρη αφήνοντας όλους όσους την γνώριζαν άναυδους. Άρχισαν να παίζουν στοιχήματα εδώ για το πόσο καιρό θα άντεχε  μόνη της . Οι  πιο αισιόδοξοι μιλούσαν για έναν μήνα.
 Νοίκιασε ένα δωμάτιο σε ένα βικτωριανό σπίτι της τέταρτης ζώνης στο δυτικό Λονδίνο. Φορούσε κάθε πρωί τα αθλητικά της παπούτσια και  περιφερόταν  με τις ώρες στους δρόμους της μουντής μεγαλούπολης με ένα ύφος αυτάρκειας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της. Ζούσε εκστασιασμένη μέσα στο πολυπόθητο όνειρο της διασχίζοντας τους παραμυθένιους δρόμους του.

Οι μέρες περνούσαν όμως και τα ναύλα τελείωναν .Οι ιδιοκτήτες την συμπάθησαν και της είπαν πως αν ήθελε μπορούσε να μείνει μία η δύο εβδομάδες ίσως ακόμη και να πλήρωνε τα ενοίκια αργότερα. Μετά όμως; Έπρεπε να βρει μια εργασία επειγόντως.O επαγγελματικός  ορίζοντας διακρίνονταν ομιχλώδης σαν την αχανής Αγγλική πρωτεύουσα. Εισιτήριο για επιστροφή δεν έβγαζε, παρότι γνώριζε ότι αν πας να το αγοράσεις τελευταία στιγμή έχει υψηλότερη τιμή και ίσως να μην έφταναν οι λίρες που είχε στην άκρη. «Αν φύγω θα έχω άραγε την δυνατότητα να δοκιμάσω ξανά;»Αναρωτήθηκε από μέσα της. «Η ταν η επί τας» ψιθύρισε αναστενάζοντας . Θα μάχονταν με το κοφτερό σπαθί της μέχρι την τελευταία στιγμή και είτε θα έπεφτε, είτε θα στέφονταν νικήτρια με ηρωικό τρόπο στο έπος που είχε δημιουργήσει.

Ενώ διένυε την τελευταία ημέρα του παράτολμου επιχειρήματος της και φαίνονταν ότι θα έμπαιναν άδοξοι τίτλοι τέλους, έγινε για δεύτερη φορά μέσα σε 3 μήνες το αναπάντεχο! Ένα γνωστό ζευγάρι από εκεί της πρότεινε να γίνει μπέιμπι σίτερ στα παιδιά τους.

Κέρδισε στην ρουλέτα με την τελευταία μάρκα που της είχε απομείνει. Μια μεγαλοπρεπής ανάσα με πολύχρωμο και αισιόδοξο οξυγόνο κατέκλυσε τα σωθικά της δίνοντας της τεράστια δύναμη για την συνέχεια. Μια νέα ζωή γεμάτη περιπέτειες ήταν μπροστά της. Από τώρα και στο εξής θα ήταν μια επίσημη κάτοικος του δυτικού Λονδίνου. Αποφάσισε να πάει το βράδυ μια βόλτα στο Notting Hill για να το γιορτάσει!

*H ιστορία είναι πραγματική




 K.Igano