Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Μια άγνωστη ιστορία.


 Κλεισμένος  σε ψυχιατρική κλινική στα 26 του χρόνια. Ποιος να το φανταζόταν; Ήταν λίγο ιδιόρρυθμος από παλιά αλλά δεν περίμενες κιόλας ότι θα φτάσει σε αυτό το κατάντημα. Θυμάμαι τα μηνύματα του στις 3 τα ξημερώματα για να βγούμε έξω, η που χτύπησε μια φορά το κουδούνι μου στις 6 το πρωί σουρωμένος λόγω μιας καψούρας που είχε με μια.

 Δεν ήταν συνέχεια όμως έτσι. Όταν έπρεπε να στρωθεί για μελέτη δεν έβγαινε έξω για μέρες. Κατάφερε και αποφοίτησε από τα ΤΕΙ της Κοζάνης γρήγορα και με καλό βαθμό. Ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στο Αριστοτέλειο όπου μπόρεσε και μπήκε παρά το υποδεέστερο για τα δεδομένα της κατάστασης πτυχίο. Οι νέες απαιτήσεις όμως που προέκυψαν σε σχέση με τις γνώσεις που είχε θεόρατες. Τόσο μεγάλες που λες και προσπαθούσε να βγάλει το κεφάλι του από την θάλασσα μέσα σε πανύψηλα ορμητικά κύματα για να αναπνεύσει.
        
Το κινητό του συνέχεια κλειστό εκείνη την περίοδο. Πήρα κάποια στιγμή τηλέφωνο στο σπίτι  μήπως και τον βρω. Το σήκωσε ο πατέρας του. Μου είπε την φάση για την κλινική και πως τώρα προσπαθούσε να επανέλθει. Τον φώναξε να μου μιλήσει αλλά δεν ήρθε. Αγοραφοβία η διάγνωση.
Κλεισμένος για μήνες μέσα έχοντας ξεκόψει από όλους. Πήγαινε μονάχα και καθόταν στο παντοπωλείο που είχαν κοντά στο σπίτι και τα καλοκαίρια στο εξοχικό τους στην Επανομή  για να αλλάζει λίγο εικόνες. Ίσως ντρεπόταν κιόλας να συναντήσει τους φίλους του λόγω της επίγνωσης για την κατάσταση του. Είχε αρκετά μεγάλο βάρος, μαύρα μαλλιά και μάτια και επιβλητικό πρόσωπο. Άτομο που θα μπορούσε να σε τρομάξει για τα καλά αν αγρίευε. Φοβόταν όμως να αντικρίσει τον κόσμο τώρα. Πέρασαν έτσι οι μήνες χωρίς κανένα νέο του.

Μετά από δυόμιση χρόνια μια βροχερή φθινοπωρινή βραδιά του Σαββάτου  ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου στο σπίτι μου. «Έλα ρε τι γίνεται;»είπε μια άγνωστη φωνή στο ακουστικό. «Ποιος είναι;» ξεστόμισα απορημένος. Είχα ξεχάσει την φωνή του ύστερα από τόσο μεγάλο διάστημα. Βρεθήκαμε και τα είπαμε. Έμοιαζε με ανδρείκελο της παλιάς του προσωπικότητας. Το βλέμμα του τρομαγμένο σαν μικρού παιδιού που πάει πρώτη μέρα στο σχολείο. Άρχισε να βγαίνει έξω από το σπίτι και πάλι δειλά δειλά. Παρουσίαζε βελτίωση. Γράφτηκε σε γυμναστήριο, το βράδυ κάποιες φορές πήγαινε για κανένα ποτό και πάνω που νόμιζες ότι ξαναβρήκε τον παλιό του εαυτό  χάθηκε πάλι. Ξανά αμπαρωμένος στο σπίτι και τα ψυχοφάρμακα να καταπίνονται ανελέητα.

 Μετά από μερικά χρόνια προσπάθειας κατάφερε επιτέλους να φτάσει να θυμίζει αρκετά τον παλιό μου φίλο . Άρχισε να δουλεύει από εδώ και από εκεί και να ξεπορτίζει πάλι τις νύχτες. Συνέχιζε εν μέρει τα φάρμακα αλλά έμοιαζε ότι έμπαινε στον σωστό δρόμο.

 Η κοινωνία όμως δεν δείχνει περισσή  εύνοια σε κάποιον που θέλει να κάνει το come back στην ενεργή ζωή .Στις δουλειές τον εκμεταλλεύονταν και τον εξαπατούσαν. Οι παλιοί του φίλοι τον είχαν παρατήσει οι περισσότεροι. Παντρεμένοι και με τις ασχολίες τους. Δεν ενδιαφέρονταν να βοηθήσουν. Παλιότερα ήμασταν όλοι μαζί στα ταβερνάκια και πίναμε παρέα μέχρι τα ξημερώματα, παίζοντας μπουζούκι και τραγουδώντας. Τώρα όμως ήταν άφαντοι…

Οι πιθανότητες για μια αξιοπρεπή εργασία, σενάριο βγαλμένο από άλλη εποχή. Ποιος θα  προσλάμβανε στην επιχείρηση του σε μια σοβαρή θέση, τον καιρό της κρίσης και της ανεργίας,  ένα άτομο που είχε εμφανές πρόβλημα ορισμένες φορές;

Ήθελε να κυνηγήσει το όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον μέσω σπουδών. Χρήματα για πανεπιστήμια στο εξωτερικό δεν υπήρχαν, οπότε το μεταπτυχιακό του Αριστοτέλειου για άλλη μια φορά ήταν το τελευταίο του χαρτί. Διάβαζε ολόκληρο τον χρόνο αλλά τελικά δεν πήγε να δώσει καν εξετάσεις γιατί είχε μπερδέψει τις ημέρες. «Θα δώσω την επόμενη χρονιά πάλι» μου είπε κοιτώντας με ένα απλανές βλέμμα και τραβώντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του που κρατούσε σφιχτά. Ακόμη μια παράταση στο όνειρο του .

Πέρασε ένας χρόνος συνεχίζοντας τον αγώνα με το πρόβλημα του και διαβάζοντας, μέχρι που η ευκαιρία για το μεταπτυχιακό ήταν και πάλι μπροστά. Οι εξετάσεις θα ήταν απόγευμα. Αυτό τον φόβιζε γιατί  εκείνες  τις ώρες τον έπιαναν συνήθως οι κρίσεις άγχους. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα άφηνε όλα και έφευγε με γρήγορο βήμα για το σπίτι. Ήταν ένα καταφύγιο για αυτόν, από τον κόσμο που ένιωθε ότι τον έπνιγε σαν τροπικό φίδι. Περνούσαμε έξω από τα πανεπιστήμια για μέρες περπατώντας και μετά καθόμασταν  στις καφετερίες που ήταν εκεί κοντά για να εγκλιματιστεί όσον  αφορά τις ώρες και τον τόπο. «Και αν με πιάσει κρίση την ώρα που θα γράφω;» με ρώτησε με ύφος χαμένου ταξιδιώτη την ώρα που καθόμασταν στο μπαλκόνι μια καφετερίας στην Αγγελάκη και ατενίζαμε τον δρόμο. «Πάνε δώσε» του απάντησα. «Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί από το να μην δώσεις καθόλου;».Του άρεσε αυτό που είπα και χαμογέλασε μουδιασμένα λέγοντας μου «μπράβο καλή σκέψη». Τον πήρα τηλέφωνο λίγη ώρα πριν τις εξετάσεις για να τον ενθαρρύνω. «Καλή επιτυχία φίλε. Σκίστους όλους»αναφώνησα. Γέλασε και με ευχαρίστησε. 

Θα πετύχει άραγε, αναρωτιόμουν. Αν όχι πως θα αντιδράσει; Θα βυθιστεί σε ένα απέραντο σκοτεινό πάτο χωρίς να ξαναβγεί έξω ποτέ στην επιφάνεια; Προσπάθησα να επικοινωνήσω ξανά και ξανά μαζί του. Το κινητό κλειστό και πάλι. Οι μέρες του Οκτώβρη κυλούσαν. Τηλεφώνησα κάποια στιγμή στο σπίτι. Μου μίλησε ο πατέρας του.«Μας άφησε ο K.» μου είπε. «Μα τι έγινε;» είπα τρομαγμένος. « Πέθανε από καρδιά» απάντησε.«Πέρνα αν θέλεις καμιά φορά από εδώ να τα πούμε λίγο» είπε με ένα στεναχωρημένο τόνο.

Δεν έβρισκα το κουράγιο να πάω από εκεί για εβδομάδες. Τελικά ένα βράδυ βρέθηκα στο σπίτι του. Ένα διαμέρισμα σε μια γειτονιά των δυτικών συνοικιών. Άνοιξε η πόρτα  και με υποδέχθηκαν με ένα ύφος περισσής φιλοξενίας στα πρόσωπα τους. «Είχε μεγαλοκαρδία και  τα φάρμακα που έπαιρνε για την θεραπεία έκαναν ώστε να μην δοθεί κάποιο προειδοποιητικό σημάδι τις τελευταίες ημέρες»ξεστόμισε ο πατέρας του με το πρόσωπο του ανέκφραστο και την φωνή του βαριά και αργή. Πιθανόν να έπαιξαν και κάποιον παράγοντα τα τσιγάρα που κάπνιζε μονοκοπανιά το ένα πίσω από το άλλο ενίοτε αλλά ίσως να συντέλεσε και η στεναχώρια, για το όνειρο που χάθηκε, σκέφτηκα. Ποιος ξέρει; Οι φίλοι του για άλλη μια φορά απόντες.  Δεν πέρασαν καθόλου να τους δουν για λίγο είπε ο πατέρας του. Η μητέρα  του, τους δικαιολόγησε με μια άφεση αμαρτιών στην φωνή της χωρίς καθόλου κακία λέγοντας πως «έχουν και αυτοί τα δικά τους».

Όντως  έχουν τα δικά τους και συνεχίζουν τις ζωές τους σαν να μην συμβαίνει τίποτα, όπως τις συνέχιζαν και τα τελευταία οκτώ χρόνια που είχε αρχίσει το κατρακύλισμα του πρώην κολλητού τους. Ο  Κ. ήταν απλά ένα αντικείμενο προσωρινό για αυτούς που χρησιμοποιήθηκε για το διάστημα που θέλανε. Τα τελευταία χρόνια αυτό το αντικείμενο δεν εξυπηρετούσε στους μετέπειτα σκοπούς τους και έτσι δεν είχε καμία αξία η χρήση του. Κάτι σαν τις παλιές τηλεοράσεις που τις βλέπεις στα σκουπίδια παρατημένες δίπλα από χαρτόκουτα νέων τηλεοράσεων lcd. Θα τους θαυμάζουν  πολλοί σίγουρα για το ότι πέτυχαν στην ζωή τους. Ο φίλος τους που έφυγε θα είναι απλά ένα μικρό μέρος των θολών τους αναμνήσεων από τα ξενύχτια στα κουτούκια που κάνανε πριν χρόνια και θα διηγούνται σε παρέες η στις γυναίκες τους κάποια χειμωνιάτικα βράδια με την συνοδεία κρασιού. Οι εμπειρίες αυτές θα λέγονται για να δείξουν στους άλλους ότι ζήσανε και αυτοί μια ρέμπελη περίοδο πριν νοικοκυρευτούν και ότι χόρτασαν πλέον από αυτά. Οι άλλοι θα τους ακούνε με προσοχή και αυτοί θα νιώθουν περηφάνια.


Μπήκα στην ιστοσελίδα του μεταπτυχιακού που απέτυχε να τον πάρουν και δεν υπήρχε καν το όνομα του. Το θεώρησαν περιττό να καταγράψουν τα ονόματα των αποτυχόντων. Είναι ίσως μόνο ένας αριθμός στις ετήσιες καταγραφές θανάτων. Ένας άγνωστος  θα ασχοληθεί για λίγο μόνο και θα γράψει ένα μικρό κείμενο για αυτόν για να γίνει φανερή μια ιστορία από τις χιλιάδες που διαδραματίζονται με τους αφανείς αγωνιστές που σβήνουν καθημερινά σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να το πάρει είδηση κανένας.


Κ.Igano
*H ιστορία είναι πραγματική