Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Η κρυφή ιστορία ενός αρχοντικού της Θεσσαλονίκης (update 11/08/21: ηχογράφηση)


        Update: Η παρούσα ιστορία και σε ηχητική μορφή στο τέλος της εγγραφής


  H φαντασμαγορική εξωτερική όψη του αρχοντικού της οδού Ευζώνων δημιουργούσε μια ψευδαίσθηση για αυτό που κρυβόταν στο εσωτερικό του. Η μικρή Αγγελίνα που ζούσε μέσα σε αυτό ένιωθε μόνη και διψασμένη για στοργή. Αγκάλιαζε τις ακριβές γούνες της μητέρας της για να βρει ένα υποκατάστατο μιας ζεστής αγκαλιάς που δεν δεχόταν ποτέ από την οικογένεια της.

  Πήγαινε στο Καλαμαρί. Σε μια Ελληνογαλλική σχολή. Ο πατέρας της ένας αξιότιμος γιατρός. Η μεγαλύτερη της αδερφή η Μαρία πετυχημένη οδοντίατρος με σπουδές στο Παρίσι.

  Και ήρθαν οι σκοτεινές ημέρες της Γερμανικής κατοχής . Άνθρωποι πέθαιναν στον δρόμο υποσιτισμένοι. Η οικογένεια της Αγγελίνας λόγω της οικονομικής ευμάρειας τα κατάφερνε λίγο καλύτερα από τις υπόλοιπες.

  Το 44 έφυγαν οι Γερμανοί και εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη οι Αγγλοι για να ελέγξουν τις αναταραχές που δημιουργήθηκαν. Μέσα σε αυτούς και ο Clifford. Η μοναδική της αγάπη. Η Αγγελίνα είχε γίνει 16 ετών. Κάνανε βόλτες στην παραλία μόνοι τους. Δεν της άγγιξε ούτε το χέρι. Από σεβασμό και όχι επειδή δεν την ποθούσε. Στο πρόσωπο του η Αγγελίνα έβλεπε την απελευθέρωση από ένα άδειο από συναισθήματα σπίτι και την είσοδο σε έναν πρωτόγνωρο πραγματικό κόσμο αγάπης.

  Κάποια στιγμή τα Αγγλικά στρατεύματα έπρεπε να αποχωρίσουν. Ο Clifford πήρε την διεύθυνση της για να αλληλογραφούν και της υποσχέθηκε ότι μια ημέρα θα γύριζε πίσω για να την παντρευτεί. Οι μήνες πέρασαν όμως και δεν φάνηκε ούτε αυτός αλλά ούτε και κάποιο γράμμα του.

  Μια ημέρα εισέβαλε κρυφά μέσα στο δωμάτιο της αδερφής της. Ανακάλυψε κάτι γράμματα σταλμένα από έναν Άγγλο στρατιώτη. Ήταν φίλος του Clifford και η αδερφή της η Μαρία αλληλογραφούσε μαζί του. Άρχισε να τα περιεργάζεται ένα ένα. Πάγωσε η ανάσα της με αυτό που βρήκε γραμμένο σε κάποιο από αυτά «Κρίμα που τελικά η αδερφή σου ήθελε να χαλάσει την σχέση της με τον φίλο μου».

  Μεγάλη ντροπή εκείνα τα χρόνια να παντρευτεί η μικρή αδερφή και η μεγάλη να είναι στο ράφι. Γιαυτό και η Μαρία φρόντισε να χαλάσει το ειδύλλιο. Είχε σχίσει όλα τα γράμματα που είχαν έρθει για την Αγγελίνα και έγραψε στον φίλο της για την υποτιθέμενη επιθυμία της αδερφής της να τελειώσουν όλα με τον Clifford.

  Ο καυγάς που ξέσπασε ανάμεσα τους θύμιζε αρένα με παλαιστές χωρίς κανόνες. Η Μαρία πιο χειροδύναμη την έβαλε κάτω και την χτυπούσε χωρίς τέλος. Η Αγγελίνα προσποιήθηκε την νεκρή για να σωθεί.

  Ο καιρός πέρασε και αρκετοί άντρες παρέλασαν από το σπίτι ενδιαφερόμενοι για την Αγγελίνα αλλά η Μαρία έβρισκε πάντα έναν τρόπο για να τους αποθαρρύνει και να τους διώχνει. Της κατέστρεφε συνεχώς όλα τα όνειρα της.
Ο θυμός της Αγγελίνας ήταν πλέον ηφαίστειο που ξεχείλιζε λάβα ανεξέλεγκτα. Προσευχήθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής της στον Θεό και τον παρακάλεσε να πεθάνει η αδερφή της.

  Μετά από λίγα χρόνια η Μαρία πέθανε τελικά από καρκίνο. Από την ίδια αρρώστια που είχαν χάσει την ζωή τους και ο πατέρας της και η μητέρα της. Η Αγγελίνα πιστεύοντας ότι αυτή προκάλεσε τον θάνατο μέσω της προσευχής της, ορκίστηκε για εξιλέωση. Θα ζούσε σαν κατακάθι για την υπόλοιπη ζωή της προκειμένου να πληρώσει το κακό που πίστευε ότι δημιούργησε.

  Ο καρκίνος πέρασε και από αυτήν με τους γιατρούς να κάνουν διάγνωση ότι της μένουν λίγοι μήνες. Άρχισε να ξεπουλάει την ακίνητη περιουσία της και να ξοδεύει τα χρήματα ανεξέλεγκτα περιμένοντας το τέλος της. Το τέλος δεν ήρθε όμως. Ο καρκίνος νικήθηκε.

  Συνέχισε να ζει ηθελημένα σαν καταραμένη. Τριάντα χρόνια χωρίς θέρμανση, ρεύμα και νερό και τρώγοντας από τα συσσίτια της εκκλησίας. Της κάνανε πρόταση να πουλήσει το αρχοντικό για 800.000 ευρώ. Δεν δέχτηκε. Ήθελε να συνεχίσει να τιμωρείται μέσα στο σπίτι που προκάλεσε το υποτιθέμενο έγκλημα. Αυτός θα ήταν ο τόπος βασανισμού της μέχρι να πεθάνει.

  Έφτασε και η ώρα που εμφανίστηκε και ο γράφων της ιστορίας. Προσπάθησε να την στηρίξει αλλά ο αγώνας ήταν δυσυπέρβλητος . Απευθύνθηκε σε δημόσιες υπηρεσίες και χτύπησε αρκετές πόρτες για βοήθεια αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Δίνανε ραντεβού για να πάνε να ετοιμάσουν τα χαρτιά για να πάρει μια σύνταξη αλλά αυτή πάντα έλειπε.

  Τον εμπιστεύτηκε μια ημέρα και τον έβαλε στο σπίτι. Το ανατρίχιασμα που ένιωσε όταν μπήκε μέσα δεν το ξέχασε ποτέ. Λόφοι σκουπιδιών με στενούς διαδρόμους ανάμεσα τους που περνούσες μετά βίας. Η δυσωδία πότιζε τον χώρο ασφυκτικά. Αργότερα έμαθε ότι αυτή η πάθηση ονομάζεται το σύνδρομο του Διογένη. Το ότι κατάφερε να επιβιώσει ένας άνθρωπος σε τέτοιες άθλιες συνθήκες υγιεινής μέχρι την ηλικία των 86 ήταν ένα σύγχρονο θαύμα.
Ήθελαν να την βάλουν σε γηροκομείο οι άνθρωποι της γειτονιάς αλλά αυτή ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Την άρεσε να σουλατσάρει στους δρόμους με τις ώρες. Ένας τέτοιος εγκλεισμός θα την διέλυε.

  Μια μέρα το σπίτι πήρε φωτιά. Το αξιοσημείωτο ήταν πως δεν είχε συμβεί τόσα χρόνια με τα κεριά συνέχεια αναμμένα δίπλα από στοίβες βρόμικων χαρτιών που πέφτανε. Την έβαλαν για λίγες ημέρες σε ένα κέντρο φιλοξενίας και την έδιωξαν μετά.

Την βρήκε ο γράφων για τελευταία φορά στην εξωτερική σκάλα του σπιτιού και τα είπανε. Ήταν ικανή να σου μιλάει για 2 ώρες όρθια χωρίς να νιώθει καθόλου κούραση στα πόδια.

  Τις επόμενες φορές που πέρασε δεν ήταν εκεί. Μίλησε με άτομα της γειτονιάς αλλά κανείς δεν ήξερε που ακριβώς πήγε. Επικοινώνησε με την αστυνομία και δεκάδες γηροκομεία αλλά δεν την βρήκε ποτέ. Η κύρια Αγγελίνα χάθηκε όπως την γνώρισε. Σαν ένας μύθος.

* Όπως τα έζησα και μου τα αφηγήθηκε η ίδια η Αγγελίνα

Κ.Igano

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο site της parallaxi εδώ