Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Μικρές καθημερινές ανισότητες (Λίγες ημέρες πριν κλείσουν οι τράπεζες)


Μεσημέρι Παρασκευής και περιμένω όρθιος να πληρώσω έναν λογαριασμό σε μια τράπεζα της Νεάπολης. Είμαι τελευταίος στην ουρά. Αυτός ο χρόνος της αναμονής είναι ένας ντροπιαστικός χρόνος σε ένα σύστημα που τρέχει ανελέητα κυνηγώντας τον άνεμο. 
Ένας άντρας γύρω στα 50 με τζόκεϊ καπέλο πάει και στέκεται δεξιά από έναν άλλο σε αντίθεση με όλους εμάς τους υπόλοιπους που περιμένουμε σε μια ευθεία νοητή γραμμή.
Είμαι άυπνος και τα βλέφαρα μου διεξάγουν μια τιτάνια μάχη για να μην κλείσουν. Παίζω ένα παιχνίδι μέσα μου για να τα κρατήσω ανοικτά.
Στοιχηματίζω πως ο άντρας με το καπέλο θα κλέψει την σειρά του διπλανού του.
Κέρδισα! Με έναν αριστοτεχνικό τρόπο και σαν μάγος κάποια στιγμή εμφανίζεται μπροστά από τον άντρα που ήταν δίπλα του. Προφανώς πιστεύει ότι ο χρόνος του είναι πολυτιμότερος. Ο άλλος άντρας δεν αντιδράει σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα του πλανήτη το να σου κλέβουν την σειρά.
Παρατηρώ τον άντρα που του έκλεψαν την σειρά. Γύρω στα 40 με αρκετά γκρίζα μαλλιά για την ηλικία του. Φοράει μια φθαρμένη μπλούζα. Tο κορμί του στέκεται λυγισμένο άχαρα σαν να είναι από τιμωρία όρθιος.
Ο άντρας με το καπέλο μπροστά έχει μια περηφάνια στο ύφος του και τεντωμένο κορμί σαν να κατάπιε μπαστούνι.
Η αναμονή συνεχίζεται, οπότε δημιουργώ ένα δεύτερο παιχνίδι. Προσπαθώ να μαντέψω πράγματα για την ζωή του άντρα που φοράει το καπέλο. Τι επάγγελμα να κάνει άραγε; Ίσως να είναι προϊστάμενος η επιχειρηματίας, να φέρεται αυταρχικά στους υπαλλήλους του και να πιστεύει ότι μπορεί να το κάνει αυτό παντού.
Ο άντρας με το καπέλο φτάνει στον γκισέ. Κρατάει στις παλάμες του ένα παχύ μάτσο με εκατοστάευρα και πενηντάευρα και αναφωνεί πως θέλει να τα καταθέσει. Η ταμίας τα παίρνει και τα βάζει στο μηχάνημα καταμέτρησης χωρίς να πει κάτι και με το πρόσωπο της ανέκφραστο. Σαν να είναι κάποια χαρτιά χωρίς μεγάλη αξία. Χαρτιά που για να τα βγάλει ένας εργάτης στην Ελλάδα θα πρέπει να ιδρώνει για χρόνια, τώρα τα ξεβράζει το μηχάνημα καταμέτρησης σαν φύκια από θάλασσα. Χαρτιά που αν χαρίζονταν σε κάποιο χωριό της Σιέρα Λεόνε με σκοπό να καλυφθούν κάποιες ανάγκες του, θα έκαναν party για ημέρες οι χωρικοί.
«13.120 θέλετε να καταθέσετε σωστά;» τον ρωτάει η ταμίας, διακόπτοντας για λίγα δευτερόλεπτα τις σκέψεις μου. Αυτός απαντάει στον ενικό και χρησιμοποιεί προστακτική για να της πει να κάνει κάτι.
To παιχνίδι συνεχίζεται… Δεν φαίνεται να είναι ένας απλός υπάλληλος που μάζευε οικονομίες για χρόνια στο σπίτι και μια ημέρα να του γύρισε το μάτι και να είπε ας πάω να τις καταθέσω. Η ηρεμία στο ύφος του που επικαλύπτεται από σιγουριά διαψεύδει κάτι τέτοιο.
 Έχει προφανώς κάποια επιχείρηση δική του υποθέτω. Τα χρήματα αυτά συγκεντρώθηκαν με έντιμο τρόπο άραγε; Κλέβει την εφορία μήπως; Δεν πληρώνει ένσημα και υπερωρίες στους υπαλλήλους του για να έχει μεγαλύτερο κέρδος;
Το κορμί του γκριζομάλλη άντρα φλερτάρει με την πτώση στο πάτωμα που νομίζεις ότι θα συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Κρατάει απόσταση περίπου δύο μέτρων από τον γκισέ και από τον άντρα με το καπέλο σαν να έχει δώσει αναβολή για την συναλλαγή που θέλει να κάνει.
 Ο άντρας με το καπέλο φεύγει φορώντας στο πρόσωπο του το ίδιο αγέρωχο ύφος που είχε από την αρχή.
Ο γκριζομάλλης άντρας προχωράει σέρνοντας το βήμα του πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο. Ρωτάει πόσα χρήματα έχει στον λογαριασμό του. «480 ευρώ» απαντάει η ταμίας. «Θέλω να βγάλω τα 400» ξεστομίζει με μια νωχελική φωνή που έχει τόνο σαν να πουλάει τα παλιά ασημικά της οικογένειας του.
Ενώ έρχεται η σειρά μου σκέφτομαι παράλληλα ανάμεσα στην κατάσταση που ζούμε στην Ελλάδα και στο βιβλίο «η ιστορία δύο πόλεων» του Καρλ Ντίκενς όπου η ανισότητα και η αδικία ήταν καθημερινή ρουτίνα στο Παρίσι λίγο πριν ξεσπάσει η Γαλλική επανάσταση.
Ακούγεται ένα δυνατό φρενάρισμα από έξω από τον δρόμο που περνάει μπροστά από την τράπεζα. Διακρίνω μέσα από τα τζάμια της τράπεζας ότι μαζεύεται κόσμος έξω από αυτήν. Περπατάω γρήγορα, περνάω από τις δύο γυάλινες πόρτες και βγαίνω έξω. Κάποιος είναι ξαπλωμένος κάτω στην άσφαλτο. Είναι ο κύριος με το καπέλο! Αν είναι δυνατόν! Τον κοιτάζω προσεκτικά. Δεν τρέχει καθόλου αίμα πάνω του αλλά είναι φανερό ότι δεν έχει τις αισθήσεις του. Η υπεροψία του έχει σβήσει. Τα 13.000 ευρώ που κατέθεσε πριν ίσως να μην προλάβει να τα χρησιμοποιήσει ποτέ. Ο χρόνος που κέρδισε κλέβοντας την σειρά φαντάζει τόσο άνευ ουσίας τώρα.

«Κύριε τα ρέστα σας» ακούγεται από μια γυναικεία φωνή.
«Μα εδώ ίσως να έχουμε κάποιον νεκρό άνθρωπο και κάποιος αναφέρεται σε χρήματα. Τι έλλειψη σεβασμού» λέω από μέσα μου.
«Κύριε τα ρέστα σας» ακούγεται για δεύτερη φορά από την ίδια φωνή πιο δυνατά.
Ανοίγω τα μάτια. Είμαι μπροστά στον γκισέ ακόμη. Το ατύχημα δεν έγινε ποτέ. Με κέρδισε για λίγα δευτερόλεπτα ο Μορφέας και πρόλαβα και είδα ένα σύντομο όνειρο. Βγαίνω έξω από την τράπεζα. Ο κύριος με το καπέλο έχει εξαφανιστεί. Είναι ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, ο ζεστός άνεμος σιγοκαίει τα πάντα στο πέρασμα του. Ο κεντρικός δρόμος στην Νεάπολη είναι μποτιλιαρισμένος από αυτοκίνητα με κόσμο που γυρνάει από τις δουλειές και άλλους που πηγαίνουν για τριήμερο στα εξοχικά τους.

Κ.Ιgano
*Το 10% των Ελλήνων κατέχει το 56% του πλούτου της χώρας.
*H Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε ανισότητες στην Ευρωζώνη.
*Στις χώρες που υπάρχουν μεγαλύτερες ανισότητες είναι αυξημένα τα ποσοστά ψυχικών ασθενειών, εγκληματικότητας, χρήσης ναρκωτικών, αυτοκτονιών κ.α.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο site της parallaxi εδώ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου