Eίμαι στο
λεωφορείο της επιστροφής γύρω στις τέσσερις το απόγευμα. Ο λαιμός μου δέχεται
ελαφρά τσιμπήματα από την εισαγόμενη σκόνη της Σαχάρας που αιωρείται εδώ και
ημέρες. Είμαστε καθισμένοι καμιά εικοσαριά άτομα. Αφρικανοί, Ασιάτες και λίγοι
Ευρωπαίοι. Ένα ανθρώπινο πολυπολιτισμικό κοκτέιλ. Ένα μαύρο αγοράκι κλαίει
ασταμάτητα. Ένας λευκός κύριος το αγγίζει και προσπαθεί να το καθησυχάσει. Το
παιδί απλώνει τα χεράκια του προς τον άγνωστο άντρα και αυτός το παίρνει
αγκαλιά και ηρεμεί αμέσως. Ξεσπάμε σε ηχηρά γέλια μαζί με μια λευκή κυρία δίπλα
μου. Η μητέρα παρακολουθεί χωρίς να αντιδράσει. Μπαίνει μέσα ελεγκτής. Ένας
Αφρικανός δεν έχει εισιτήριο. Ο ελεγκτής του λέει απλά να βγάλει ένα. Για λόγο
που δεν αντιλαμβάνομαι δεν βγάζει. Μια άγνωστη μαύρη γυναίκα προσφέρει ένα
δύευρο για τα ναύλα του εισιτηρίου. Ο
λευκός άντρας κατεβαίνει μετά από λίγο και παραδίδει το παιδάκι στην μητέρα
του. Αυτό αρχίζει πάλι να κλαίει λες και το εγκατέλειψε ο πατέρας του. Κατεβαίνω
στην στάση και σκέφτομαι όλα αυτά που έζησα σε μερικά λεπτά. Θα έρθει μια ημέρα
που όλοι θα νοιάζονται έτσι. Είμαι σίγουρος