Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Τα κρουαζιερόπλοια των φτωχών



Δεν τον είχε δει σχεδόν κανένα μάτι εδώ και μήνες στην γειτονιά. Έβγαινε μόνο μετά τα μεσάνυχτα σαν τους άθλιους του Βίκτωρ Ουγκό που ξεπροβάλανε τις νύχτες από τους υπονόμους του Παρισιού που ήταν κρυμμένοι.
Ένας πολιτισμένος ερημίτης. 27 ετών, πυκνό περιποιημένο μούσι, μελαχρινό δέρμα και γεροδεμένο κορμί. Kατοικούσε σε ένα μικρό νοικιασμένο διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο μιας παλιάς οικοδομής στην άνω πόλη. Περνούσε τις ώρες του μεθώντας με τις λέξεις των βιβλίων που κουβαλούσε από τις δανειστικές βιβλιοθήκες αλλά και παίζοντας blues σε μια κλασική κιθάρα. Οι φίλοι που του είχαν απομείνει λίγοι. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι πήγανε στο εξωτερικό και άλλοι τον παραμέρισαν λόγω των δύσκολων οικονομικών συγκυριών που προέκυψαν.

Μερικές καταστάσεις μπορεί να σε κάνουν να μην θέλεις να ζεις, η να συνεχίσεις να υπάρχεις αλλά απαλλαγμένος από την λαχτάρα για το κυνήγι ενός κοινωνικά αποδεκτού τρόπου επιβίωσης. Τον απέλυσαν από την εργασία του στις αρχές του φθινοπώρου και η κοπέλα του η Τζένη έφυγε τον Φεβρουάριο για μια δουλειά με καλές προοπτικές στο Άμστερνταμ. «Αν αρνηθώ την πρόταση και μείνω εδώ, τι θα γίνει με εμάς;» του ξεστόμισε ένα παγωμένο βράδυ. Δεν έδινε υποσχέσεις που δεν ήταν σίγουρος ότι θα τις πραγματοποιήσει. Από κάποιο διάστημα και μετά έπαψε να του απαντάει και στα μηνύματα που της έστελνε.

Κάπως έτσι η άνοιξη έκανε την εισβολή της στην Θεσσαλονίκη, με τον αέρα τα βράδια να μυρίζει από τα φύλλα των δέντρων και να δίνει μια αίσθηση αλλαγής, χωρίς όμως να αλλάζει τίποτα πραγματικά στην αντικομφορμιστική ζωή του Νίκου.

Είχε σταματήσει να ψάχνει και στις αγγελίες τον τελευταίο καιρό. Η κάθε μέρα που περνούσε τον έφερνε πιο κοντά προς τον ολοκληρωτικό ξεπεσμό, μιας και τον Σεπτέμβρη ήταν ο τελευταίος μήνας που θα καρπωνόταν το επίδομα.

Περιηγήθηκε για λίγο στο facebook και κοίταξε φωτογραφίες φίλων από ταξίδια. Πέρασαν σαν οπτασίες από μπροστά του τα όνειρα για μακρινές εξορμήσεις που ακυρώθηκαν. Το Λονδίνο του Κόναν Ντόυλ και η Αγία Πετρούπολη του Ντοστογιέφσκι ήταν για αυτόν μονάχα εικόνες που ξεπρόβαλαν μέσα από τις γραμμές των βιβλίων. Το αυτοκίνητο που έδινε μια διέξοδο πρωτύτερα, χαλασμένο και αραγμένο σε κάποιο σοκάκι κοντά στην Ολυμπιάδος. Ένα δάκρυ δραπέτευσε. Έβαλε τις παλάμες πάνω στο πρόσωπο καλύβοντας το και έμεινε σε αυτή την στάση για αρκετή ώρα, μέχρι που ήρθε εκείνη η λάμψη που έρχεται για λίγες η ίσως και για μία μόνο φορά στην ζωή και σε κάνει να αλλάζεις.

Θυμήθηκε ένα γνωμικό του Φράνκ Σινάτρα που είχε διαβάσει πριν λίγες ημέρες. «Αυτό που αποκαλείται στο μετρό ασφυκτικό στρίμωγμα, στα νυχτερινά κλαμπ το αποκαλούν ευχάριστη οικειότητα». «Και γιατί να μην γίνει κάτι αντίστροφο;» σκέφτηκε. Θα γινόταν ένας ταξιδευτής στον τόπο του, με καράβι για να διασχίσει τα συμβολικά λιμάνια , τα λεωφορεία που τον διαβαίνουν ανελέητα!

Άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια του. Κατανάλωσε αρκετό χρόνο στην σελίδα με τις διαδρομές των αστικών συγκοινωνιών και έκανε ατέλειωτα πλάνα. Πήγε και πήρε μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών και ξεκίνησε τα πρώτα εναλλακτικά ταξίδια. Γραμμή “40 Ν.Σ Σταθμός Καλοχώρι”, επόμενη στάση “Μηλτιάδη 2”, αποβίβαση σε έναν υγροβιότοπο με φλαμίνγκο. Γραμμή “67 ΙΚΕΑ-Τριάδι”, επόμενη στάση “Εργοτάξιο”, αποβίβαση σε μια λίμνη που περικλείεται από μια απέραντη πράσινη βλάστηση. Γέμισε η ψυχική του αποθήκη με τόσο αναζωογόνηση που θαρρείς πως είχε επισκεφτεί τα πολυτελέστερα spa της υφηλίου.

«Tα λεωφορεία των πόλεων είναι τα κρουαζιερόπλοια των φτωχών! Κάθε στάση και άλλο λιμάνι! Κάθε διαφορετικό λεωφορείο και μια καινούρια κρουαζιέρα!» αναφώνησε.«Τελικά έπρεπε να γίνω φιλόσοφος!» είπε και τον έπιασε ένα νευρικό γέλιο. Συνέχισε να εξερευνεί κάθε άγνωστη γωνιά μέσα και έξω από την πόλη και το καλοκαίρι δεν άργησε. Φορούσε τα απογεύματα το μαγιό του και ξεχυνόταν με τα λεωφορεία στην Αγία Τριάδα και στην Επανομή. Όταν βασίλευε ο ήλιος καθόταν μόνος στην αμμουδιά και άνοιγε το σακίδιο για να γευτεί ψωμοτύρι και λίγο κρασί καθώς αγνάντευε τον σκοτεινιασμένο θαλλασινό ορίζοντα.

Ο Αύγουστος έφθανε στο τέλος του και ένα βράδυ ενώ περιηγούνταν στo instagram δεχόμενος έναν καταιγισμό από φωτογραφίες διακοπών, η σκέψη της ματαιότητας διείσδυσε μέσα στο κεφάλι του για άλλη μια φορά και τον τίναξε σαν ρεύμα από κολόνα της ΔΕΗ. Διερωτήθηκε για το πόση αξία είχαν οι βόλτες που είχε κάνει τους τελευταίους μήνες σε σχέση με τις εικόνες που έβλεπε εκείνη την στιγμή. Πόσες καρδούλες θα έπαιρνε άραγε μια φωτογραφία του μπροστά στην λίμνη της Θέρμης σε σύγκριση με μια από τους ανεμόμυλους της Μυκόνου; «Ποιόν κοροϊδεύεις Νίκο; Ποιον;» Φώναξε δυνατά, την ώρα που τον χτυπούσε ο ανεμιστήρας και η πλάκα έβγαζε μια αποπνικτική ζέστη. Σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε μια γροθιά πάνω στην παλιά λεπτή ξύλινη πόρτα δημιουργώντας της μια ρωγμή. Το δέρμα του σκίστηκε. Σταγόνες αίματος ξεπρόβαλαν πάνω στο χέρι. Πήγε στο μπάνιο και περιποιήθηκε την πληγή. Αυτό το κτύπημα που έδωσε έκανε να ξεθυμάνει όλος ο πόνος από μέσα του σαν χύτρα που βγάζει τον αέρα.

Σχετικά ήρεμος μετά από λίγο επέστρεψε στον υπολογιστή, απενεργοποίησε τους λογαριασμούς των κοινωνικών δικτύων, έβαλε την κάρτα των αστικών συγκοινωνιών στην τσέπη και βγήκε έξω στον δρόμο…


Κ.Igano

*To κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο site της lifo εδώ

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Tο φρικιό και το αδέσποτο


3 τα ξημερώματα της Τρίτης και ο ύπνος για άλλη μια φορά με έχει αποχαιρετήσει με άσπρο μαντίλι. Σύμφωνα με έρευνες το περπάτημα είναι ένα από τα καλύτερα βοηθήματα για να κοιμηθείς. Οπότε αποφασίζω να βγω για μια γύρα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. 

  H μόνη ύπαρξη που κινείται είναι η δική μου. Σου δημιουργείται μια υπερκόσμια αίσθηση ανασφάλειας τις πρώτες φορές που θα θελήσεις να πας για περίπατο τέτοια ώρα, αλλά παράλληλα είναι η καλύτερη στιγμή για μοναδικές εμπειρίες. 

  Ένα σκυλάκι με πλησιάζει. Σταματάω για να χαϊδέψω τις κοντές τρίχες του κεφαλιού του. Βγάζει έναν ήχο ευχαρίστησης και με ακολουθεί.  

 Είναι η καταλληλότερη στιγμή της ημέρας για να νιώσεις την ηδονική οσμή του φρεσκοψημένου ψωμιού που εξαπολύεται από τους φούρνους και εξαπλώνεται ανενόχλητη στους δρόμους λόγω της χαμηλής ατμοσφαιρικής ρύπανσης που επικρατεί τώρα.  

 Το σκυλάκι περπατάει ακόμη πίσω μου. Κινούμαι αρκετά γρήγορα και στρίβω πάντα στο πρώτο στενό που βρίσκω για να δω πως θα αντιδράσει αλλά αυτό είναι συνέχεια κοντά.  

 Είναι η ιδανική ώρα για να παρατηρήσεις το μέρος που ζεις. Δεν υπάρχουν κόρνες ούτε φωνές για να δημιουργήσουν περισπασμούς. Πως θα μπορούσες να δεις καλύτερα την Μόνα Λίζα; Αν ήταν δίπλα σου ένα κοπάδι φωνακλάδων τουριστών η αν θα ήσουν μόνος στο μουσείο του Λούβρου αφού είχε κλείσει; Εδώ βέβαια δεν υπάρχει κάποιο έργο του Ντα Βίντσι αλλά μία από τις πιο τρισάθλιες συλλογές κακόγουστης αρχιτεκτονικής. 

  Είμαστε μόνοι έξω στους δρόμους αλλά θαρρείς ότι βρισκόμαστε κάπου μέσα με όλες αυτές τις στοιβαγμένες οικοδομές που μας περικυκλώνουν. Θα μπορούσαμε να αποτελούμε ίσως και το σκηνικό ταινίας μικρού μήκους που θα παιζόταν σε κάποιο παρακμιακό φεστιβάλ. Τι τίτλο θα είχε άραγε; Α ναι το βρήκα «Το φρικιό και το αδέσποτο». 

  Καθώς το κοιτάζω διερωτώμαι για πόσο ακόμη θα συνεχίσει να με ακολουθεί και αυτό βγάζει ξανά το ίδιο ανατριχιαστικό γαλήνιο άκουσμα την ώρα που γονατίζω για να το χαϊδέψω.  

 Φτάνω έξω από την οικοδομή που μένω. Το αγγίζω για τελευταία φορά και κλείνω την πόρτα. Συνειδητοποιεί ότι θα με αποχωριστεί και ξεστομίζει μια πικρή φωνή. Είναι προφανές ότι θέλει να έρθει μαζί μου στο σπίτι.  

 Δεν με ρώτησε τι δουλειά κάνω, ούτε τι αυτοκίνητο έχω. Δεν με κοίταξε με αποδοκιμαστικό βλέμμα για τις τρύπες στα παπούτσια μου. Δεν με έβαλε να πω τι μπορώ να του προσφέρω για να το συγκρίνει με κάποιο άλλο υποψήφιο αφεντικό. Αν έρθει τελικά μαζί μου φαντάζομαι πως δεν θα με παρατήσει αργότερα για έναν άλλο άνθρωπο που θα του δίνει περισσότερα η θα το κάνει να περνάει καλύτερα. Δεν θα με κρίνει ποτέ για τους άβαφους τοίχους και για τα ξεχαρβαλωμένα σανίδια στο σαλόνι. Δεν το ενδιαφέρουν όλα αυτά. Θέλει να είναι δίπλα μου γιατί απλά μπορώ να του χαρίζω την συντροφιά μου και ένα χάδι. 

  Το έχω σκεφτεί καλά το θέμα του κατοικίδιου από καιρό και για διάφορους λόγους δεν γίνεται να το υιοθετήσω.

   Ανεβαίνω τις σκάλες και μπαίνω στο διαμέρισμα. Το σπαρακτικό του κλάμα φτάνει μέχρι τον 3ο όροφο που βρίσκομαι. Η καρδιά μου θρυμματίζεται.

   Μετά από λίγο κάποιες ανθρώπινες φωνές του απευθύνουν τον λόγο και απομακρύνεται μαζί τους. Βρήκε κάποιους άλλους φίλους μίας χρήσης. 

  Ο αριθμός των οικόσιτων ζώων στην πόλη τελευταία αυξάνεται με κολοσσιαίους ρυθμούς. Μια φίλη μου είπε πως η κρίση μας έχει φορτώσει με μπόλικη θλίψη και πολλοί βρίσκουν ένα αποκούμπι έτσι. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μίση είναι η παταγώδης αποτυχία να βρεθεί αυτό το στήριγμα στους ανθρώπους. Τα τετράποδα πλάσματα δεν έχουν τις απαιτήσεις του ψυχαναγκαστικού lifestyle του 21ου αιώνα και αυτό τα κάνει πιο προσιτά.  

 Μήπως θα έπρεπε τελικά να δίνουν μαθήματα με την συμπεριφορά τους σε εκπαιδευτήρια ανθρώπων; 

    Κ.Igano  


 *true story 
  
Δημοσιεύτηκε αρχικά στο site της lifo εδώ